Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Το Ολοκαύτωμα της Νάουσας


Τον Πανηγυρικό των εκδηλώσεων της 188ης επετείου του Ολοκαυτώματος της Νάουσας την Κυριακή στον χώρο θυσίας προσφώνησε ο κ. Ιάκωβος Μιχαηλίδης Επίκουρος Καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας ΑΠΘ που κατάγεται από την Επισκοπή. Στον κείμενο του πανηγυρικού του λόγου αναφέρει για το Ολοκαύτωμα:
Η Επανάσταση των Ελλήνων το 1821 διέφερε ριζικά από κάθε άλλη επαναστατική ενέργεια στον υπόδουλο ελληνικό χώρο. Πνευματικό παιδί του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο οποίος είχε σαρώσει τη Βαλκανική μετά το 1750, αλλά και θεματοφύλακας των παραδόσεων του Έθνους η Επανάσταση ήταν ένα κατεξοχήν πολιτικό κίνημα, το οποίο πήγαζε και εμπνεόταν από τα αντίστοιχα κινήματα που είχαν ξεσπάσει την ίδια περίοδο στη Δυτική Ευρώπη και την Αμερική, ενώ είχε οργανωθεί κατά τα συνωμοτικά πρότυπα των μυστικών οργανώσεων, με κορυφαία έκφραση τη Φιλική Εταιρεία. Οι πρωταγωνιστές του Αγώνα γνώριζαν καλά τόσο το σκοπό, τις δυνατότητες όσο και το περιεχόμενο των πρωτοβουλιών τους. Είχαν μάλιστα συνειδητοποιήσει πως έπρεπε να στηριχθούν στις δικές τους δυνάμεις, αφού οι ελπίδες για βοήθεια από κάποια μεγάλη ξένη δύναμη -που θα προσέτρεχε για να τους βοηθήσει- είχαν αποδειχθεί φρούδες. «Κατάλαβα τότε πως ό,τι κάνουμε θα το κάνουμε μόνοι μας» έγραφε στα Απομνημονεύματά του ο «Γέρος του Μοριά», ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Σύμφωνα με τα σχέδια των ηγετών της Φιλικής Εταιρείας, επαναστατικές εστίες θα ξεσπούσαν σε διάφορα κέντρα του υπόδουλου ελληνισμού, με σκοπό την αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη δημιουργία έτσι ενός προγεφυρώματος για τη συγκρότηση του νεοελληνικού εθνικού κράτους. Ιδιαίτερα στη Μακεδονία οι διεργασίες προς την εθνικοαπελευθερωτική προσπάθεια εισήλθαν στην τελική τους φάση από το 1818 με τη στρατολόγηση μελών, όπως ο Ιωάννης Φαρμάκης, ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο Δημήτριος Ίπατρος, ο Γεώργιος Λασσάνης, ο Νικόλαος Κασομούλης, ο Εμμανουήλ Παπάς. Στον τελευταίο μάλιστα έλαχε ο κλήρος να ηγηθεί της επανάστασης στη Χαλκιδική, που άρχισε την άνοιξη, σχεδόν ταυτόχρονα με τις επαναστατικές ενέργειες του Μοριά και της Ρούμελης, αλλά τερματίσθηκε άδοξα, ύστερα από μερικές επιτυχίες των Ελλήνων, τον χειμώνα του 1821.
Πριν σβήσει ολότελα η επαναστατική φλόγα στη Χαλκιδική, ξεκίνησε, τον Φεβρουάριο του 1822, η εξέγερση στην Κεντρική Μακεδονία. Πρωταγωνιστές αναδείχθηκαν οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου, των Πιερίων και του Βερμίου καθώς και επιφανείς πρόκριτοι της Νάουσας, της Έδεσσας, της Σιάτιστας και της Καστοριάς. Ιδιαίτερα στη Νάουσα, που σκαρφαλωμένη στις πλαγιές του Βερμίου εποπτεύει μοναδικά τον εύφορο μακεδονικό κάμπο, οι Έλληνες της πόλης εξεγέρθηκαν κατά των Τούρκων, με επικεφαλής τον άρχοντα Λογοθέτη Ζαφειράκη και τους οπλαρχηγούς Τσάμη Καρατάσο και Άγγελο Γάτσο. Και οι τρεις τους είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και είχαν αναλάβει ως αποστολή την οργάνωση εξεγέρσεων στην ιδιαίτερή τους πατρίδα. Μέσα στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου οι επαναστάτες ύψωσαν επαναστατική σημαία με τον φοίνικα και την επιγραφή «εν τούτω νίκα» από τη μια πλευρά και από την άλλη το σύνθημα «μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», το οποίο ενέπνευσε τον επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρο Υψηλάντη. Οι εξεγερμένοι απώθησαν μάλιστα το στράτευμα του Κεχαγιά μπέη, που με 4.000 στρατιώτες είχε σταλεί εναντίον τους. Σε ένα άλλο επίπεδο, οι επαναστάτες Ναουσαίοι βρίσκονταν σε επαφή αναζητώντας βοήθεια τόσο με τον Δημήτριο Υψηλάντη, που λίγο νωρίτερα είχε αποβιβαστεί στην Πελοπόννησο ως εκπρόσωπος της Υπέρτατης Αρχής όσο και με τους Φαναριώτες Κωνσταντίνο Καρατζά και Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. «Είμεθα εις μεγάλην ανάγκην», ανέφεραν σε επιστολή τους προς τους Καρατζά και Μαυροκορδάτο τον Μάρτιο του 1822 οι Ναουσαίοι προύχοντες, παρόλα αυτά, συμπλήρωναν, «μη αμφιβάλλητε ότι ήρωες Μακεδόνες, απόγονοι του Αλεξάνδρου θέλομεν εξουσιάση ταχέως του τυράννου ημών».
Γρήγορα, όμως, οι εξελίξεις στη Νάουσα πήραν δυσάρεστη τροπή. Μόλις πληροφορήθηκε τα γεγονότα ο Σουλτάνος στην Κων/πολη αντέδρασε οργισμένα, εκδίδοντας αυτοκρατορικό φιρμάνι με το οποίο ζητούνταν η καταστολή της εξέγερσης. «Αποφασίσαμεν όπως άπαξ διαπαντός απαλείψομεν από προσώπου της γης την κατηραμένην ταύτην εστίαν των κακόβουλων και βδελυρών απίστων, τους μεν ιδίους να διαπεράσετε εν στόματι ρομφαίας, τας γυναίκας και τα τέκνα των εξανδραποδίσητε, τα υπάρχοντά των διανείμητε εις τους πιστούς νικητάς», προειδοποιούσε ο οθωμανός μονάρχης.
Υπακούοντας στο θέλημά του, στις 6 Απριλίου του 1822, η πόλη πολιορκήθηκε από την πολυπληθή στρατιωτική δύναμη του πασά της Θεσσαλονίκης Μεχμέτ Εμίν, του διαβόητου Εμπού Λουμπούτ (ροπαλοφόρος) που αριθμούσε 10 χιλιάδες περίπου Οθωμανούς στρατιώτες. Σκληρές μάχες δόθηκαν επί σειρά ημερών γύρω από τη Νάουσα και τα χωριά της. Έχοντας απορρίψει την πρόταση των Τούρκων για παράδοση με αντάλλαγμα την παροχή αμνηστίας, η πόλη λύγισε τελικά πέφτοντας στα χέρια των πολιορκητών της. Ήταν μέσα Απριλίου του 1822. Την πτώση της μαρτυρικής πόλης ακολούθησαν γενικευμένες σφαγές, με σημαντικότερη εκείνη που διεπράχθη στη θέση «Κιόσκι», αιχμαλωσίες, καταστροφές και λεηλασίες εκκλησιών, σπιτιών και περιουσιών αλλά και απερίγραπτες σκηνές αυτοθυσίας και ηρωισμού. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν η σύζυγος και η κόρη του Ζαφειράκη καθώς και οι σύζυγοι των Καρατάσιου και Γάτσου. Ενδεικτική της σκληρότητας των γεγονότων είναι η έκθεση του πολιορκητή της πόλης Εμίν Πασά προς τον Ιεροδίκη της Βέροιας: «Γνωστοποιείται ότι οι απαίσιοι άπιστοι της Νάουσας και των γύρω χωριών, αφού αποτίναξαν εδώ και δύο μήνες την υποτέλεια, εκτράπηκαν σε ανταρσία και επανάσταση. Για να πατάξω και να εξοντώσω την κίνηση αυτή εκστράτευσα αυτοπροσώπως, με εντολή του Σουλτάνου, στη Θεσσαλονίκη με πολυάριθμο στρατό και εδώ και εικοσιτέσσερις μέρες πολεμάμε τους επαναστάτες και τους έχουμε περικυκλώσει. Ήδη με τη βοήθεια του παντοδυνάμου Αλλάχ και την ευλογία του ισχυρότατου Σουλτάνου, οι στρατιώτες μας, κατά τις επιθέσεις τους εναντίον τους, βγήκαν απ’ όλες τις μάχες νικητές και τροπαιούχοι, κατατροπώνοντας τους απαίσιους εχθρούς… Οι επαναστάτες δεν μπόρεσαν να αντισταθούν. Οι περισσότεροι από αυτούς σφαγιάσθηκαν. Οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή. Πήραμε πολλά λάφυρα…». Σε άλλη του αναφορά ο Εμίν Πασάς έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες για τα αποτρόπαια γεγονότα: «Μέχρι της στιγμής κατωρθώθη και συνελήφθησαν … πλέον των 2.000 απίστων, κατά των οποίων εφηρμόσθησαν αμέσως και αμειλίκτως τα παραγγέλματα του ιερού Φετφά, ήτοι άπαντες μεν ούτοι απηγχονίσθησαν ή εθανατώθησαν διά της σπάθης παραδόσαντες τας βδελυράς ψυχάς των εις την κόλασιν, αι γυναίκες και τα τέκνα των εξηνδραποδίσθησαν, αι δε εστίαι των κατεστράφησαν παραδοθείσαι εις το πυρ και την τέφραν».
Από το πλήθος των ηρωικών πράξεων των Ναουσαίων αναμφίβολα ξεχωρίζει η θυσία πολλών γυναικών της πόλης, οι οποίες προτίμησαν να βάλουν τέλος στη ζωή τους παρά να παραδοθούν, πέφτοντας μαζί με τα παιδιά τους στα αφρισμένα νερά της Αράπιτσας, εδώ στη θέση Στουμπάνοι, όπου βρισκόταν ο πύργος του Ζαφειράκη, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πως το κεντρικό σύνθημα «Ελευθερία ή θάνατος» δεν αποτελούσε κενό γράμμα αλλά συνειδητή στάση ζωής των εξεγερμένων.
Για τη θυσία τους αυτή η Νάουσα ανακηρύχθηκε το 1955 ηρωική πόλη, καταλαμβάνοντας ξεχωριστή θέση στον Αγώνα για την ανεξαρτησία πλάι στο Μεσολόγγι, το Σούλι και το Αρκάδι. Η επανάσταση της Νάουσας υπήρξε γεγονός μεγάλης σημασίας για τον επαναστατημένο και τον υπόδουλο ελληνισμό, όχι μόνο για τον ηρωισμό και την αυτοθυσία των κατοίκων της. Η πρωτοβουλία των Ναουσαίων έδωσε νόημα στην ενότητα του ελληνισμού, αφού απέδειξε έμπρακτα πως ο μακεδονικός ελληνισμός αγωνιζόταν ταυτόχρονα και από κοινού με τους Πελοποννήσιους, τους Στερεοελλαδίτες και τους νησιώτες αδελφούς του για την ελευθερία. Συνετέλεσε ακόμη στην απώλεια χρόνου και δυνάμεων για τους Τούρκους προς όφελος της συνέχισης του Αγώνα στη Νότια Ελλάδα. Πολλοί από τους Ναουσαίους αγωνιστές αμέσως μετά το Ολοκαύτωμα της πόλης κατευθύνθηκαν νότια, είτε προς τις Σποράδες, είτε προς την Ήπειρο και τη Δυτική Στερεά Ελλάδα, όπου ενώθηκαν με τους αγωνιστές που υπεράσπισαν το Μεσολόγγι αρχικά από τον Κιουταχή και στη συνέχεια από τον Ιμπραήμ Πασά.
Η επανάσταση της Νάουσας και το Ολοκαύτωμά της υπήρξε το εμβληματικό γεγονός που σφράγισε τη συμμετοχή των Μακεδόνων στην εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση του 1821. Ήταν ένα σύμβολο πάθους για την ελευθερία, αυταπάρνησης και ψυχικού μεγαλείου. Γι’ αυτό και δίκαια συμπεριλήφθηκε στο μαρτυρολόγιο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου