Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

«Δυτικά του Αλιάκμονα» στη Νάουσα!




Mε επιτυχία πραγματοποιήθηκε το βράδυ του Σαββάτου, η παρουσίαση του βιβλίου «Δυτικά του Αλιάκμονα» του δημοσιογράφου – εκδότη Αλέκου Χατζηκώστα στην Εστία Μουσών Νάουσας.
Το βιβλίο με τα διηγήματα του Αλέκου Χατζηκώστας παρουσιάστηκε από την Δημοτική Βιβλιοθήκη Νάουσας και την ηλεκτρονική εφημερίδας της Ημαθίας «Naousanews» παρουσία του Δημάρχου Νάουσας Τάσου Καραμπατζού, δημοτικών συμβούλων και πολιτών του διευρυμένου Δήμου και όχι μόνο.


Για το βιβλίο μίλησαν ο κ. Γιώργος Μάλλιος, φιλόλογος, ο κ. Παντελής Τσαλουχίδης, φιλόλογος-μέλος του Δ.Σ. του Συνδέσμου Φιλολόγων Ημαθίας και ο ίδιος ο συγγραφέας.

Επίσης, αποσπάσματα  των διηγημάτων διάβασε ο κ. Δημήτρης Πάζος ερασιτέχνης ηθοποιός ενώ τη συζήτηση συντόνισε ο δημοσιογράφος Βαλάντης Λιόλιος, υπεύθυνος ενημέρωσης της «Naousanews».
Στο σύντομο χαιρετισμό του ο κ. Λιόλιος τόνισε πως ο Αλέκος Χατζηκώστας εκτός από δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «η άλλη Άποψη» είναι και  συγγραφέας κυρίως ιστορικών και πολιτικών βιβλίων – δημοσιογραφικών ερευνών.

Τώρα εξέδωσε και τα πρώτα του διηγήματα και έπεται συνέχεια. Μέχρι τώρα έχει συγγράψει και εκδώσει τα βιβλία «Η Εθνική Αντίσταση στο νομό Ημαθίας (2003)», «Η Ημαθία από την Βάρκιζα στον Εμφύλιο (2004)» «Η Ημαθία στον Εμφύλιο (2007)» και τώρα την σειρά διηγημάτων «Δυτικά του Αλιάκμονα 2012».
Συνέχισε λέγοντας πως το βιβλίο δεν θα μπορούσε να μην περιέχει σημαντικά  πολιτικά και ιστορικά γεγονότα της νεότερης ιστορίας της χώρας μας, καθώς ο ίδιος ο συγγραφέας τα βίωσε ως δημοσιογράφος, ενώ γνωρίζοντας τον χαρακτήρα του συγγραφέα δεν θα μπορούσε να λείπει το στοιχείο του έρωτα αλλά και του αθλητισμού, καθώς ο ίδιος υπήρξε αθλητής καλαθοσφαίρισης του Φίλιππου Βέροιας
Τέλος, υπογράμμισε πως το «Το Βεράνι» το πιο μεγάλο σε έκταση διήγημα του βιβλίου,  περιέχει σημαντικές πληροφορίες για τον τρόπο που ασκείται η τοπική δημοσιογραφία  στην Ημαθία σήμερα.
 
Η ομιλία του Γιώργου Μάλλιου
 
Ο φιλόλογος –αρχαιολόγος Γιώργος Μάλλιος στην παρουσίαση του μεταξύ άλλων δήλωσε τα εξής:
«Πρόκειται για μια συλλογή εννέα διηγημάτων που κατά δήλωση του ίδιου του συγγραφέα στο οπισθόφυλλο του βιβλίου κινούνται μεταξύ της γενέθλιας πόλης στην επαρχία και την Αθήνα. Ουσιαστικά μόλις δύο από τα διηγήματα της συλλογής εκτυλίσσονται στην πρωτεύουσα, ενώ ένα τρίτο προβάλλει την στρατιωτική ζωή σε ένα χωριό των βορείων συνόρων της χώρας. Είναι σαφές ότι στην συνείδηση του συγγραφέα η επαρχιακή πόλη όπου πέρασε την παιδική του ηλικία και την εφηβική του νιότη, ο τόπος στον οποίο από πολύ καιρό τώρα έχει κτίσει την επαγγελματική και προσωπική του ζωή βαραίνει περισσότερο, ώστε να επιλέξει τον συγκεκριμένο τίτλο για ολόκληρη την συλλογή.
Η Βέροια επομένως δίνει το χωρικό στίγμα σε ολόκληρο το έργο. Ο χρονικός πάντως ορίζοντας των διηγημάτων είναι λιγότερο αυστηρά προσδιορισμένος· καλύπτει μια ευρεία περίοδο από τα τελευταία χρόνια της Δικτατορίας στα γεμάτα πολιτικές ζυμώσεις και ελπίδες χρόνια της μεταπολίτευσης ως την σημερινή συγκυρία της κρίσης που επέφερε την διάψευση των προσδοκιών ή  (όπως διαφαίνεται, χωρίς όμως να δηλώνεται μέσα στο βιβλίο) απέδειξε τελικά πόσο λάθος πήραμε την ζωή όλα αυτά τα χρόνια.
Επιτρέψτε μου να σταθώ σε τρεις ιδιαιτερότητες της συλλογής αυτής.
Πρώτη ιδιαιτερότητα: παρόλο που η συλλογή αποτελείται από διηγήματα, και τα διηγήματα είναι εξορισμού αυτοτελείς αφηγήσεις, εδώ τα περισσότερα μοιάζουν να αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου όλου, θα μπορούσαν μάλιστα πολύ εύκολα να συρραφούν και με πολύ λίγες επεμβάσεις να δώσουν ένα εκτενέστερο πεζογράφημα, ένα μικρό μυθιστόρημα ας πούμε. Αυτό γίνεται ακόμη πιο εμφανές λόγω της διάταξης του υλικού που στα πρώτα έξι διηγήματα ακολουθεί μια ευθεία  χρονολογική  γραμμή από την Χούντα ως τα μέσα της δεκαετίας του ’80, ενώ τα υποκείμενα των ιστοριών ενδύονται παρόμοια χαρακτηριστικά και κοινές ιδιότητες, έχουν το ίδιο πολιτικό-κοινωνικό υπόβαθρο. Ουσιαστικά, θα έλεγα, στα έξι πρώτα διηγήματα παρακολουθούμε το ίδιο υποκείμενο σε διάφορα στιγμιότυπα της ζωής του, ως τελειόφοιτο του δημοτικού και έφηβο μέσα στην Χούντα ή λίγο μετά, ως σπουδαστή στους φοιτητικούς και κοινωνικούς αγώνες κατά την μεταπολίτευση, ως δεκανέα που προσπαθεί να διατηρήσει την ανθρωπιά και την λογική σε έναν χώρο που κατά τεκμήριο αυτά δεν χωρούν.  Στα διηγήματα αυτά δίπλα θα τοποθετούσα και «Το Βεράνι», όγδοο στην σειρά, το οποίο τοποθετείται χρονικά πολύ κοντά στο σήμερα, έχει ήδη δηλαδή αρχίσει η κρίση, αλλά ο δημοσιογράφος – πρωταγωνιστής του, ενώ διατηρεί όλα τα χαρακτηριστικά των ηρώων των προηγούμενων διηγημάτων, επιλέγεται – επειδή ευνοεί την αφήγηση, υποθέτω – να είναι ένας άπειρος αλλά επίμονος  25άρης..
Η δεύτερη ιδιαιτερότητα σχετίζεται επίσης με το κειμενικό είδος. Είναι ξεκάθαρο ότι ο Χατζηκώστας αγαπά τον συμπυκνωμένο λόγο, το πολύ μικρό αφήγημα «Άτιμη Ασφαλιστική» είναι χαρακτηριστικό της ευκολίας με την οποία χειρίζεται τον σφιχτά περιορισμένο χώρο, γι’ αυτό και επιδίδεται στην συγγραφή σύντομων πεζών όπως είναι τα διηγήματα. Εντούτοις, νομίζω ότι οι αρετές της αφήγησής του βρίσκουν την τελειότερή τους έκφραση, ξεδιπλώνονται πραγματικά, στο εκτενές αφήγημα «Το βεράνι», που είναι και το μεγαλύτερο του βιβλίου. Μέσα στις 31 συνολικά σελίδες της νουβέλας αυτής η πλοκή είναι πολυδιάστατη, με ανατροπές που καθηλώνουν τον αναγνώστη, η αφήγηση γίνεται πιο σύνθετη (περιέχονται αναδρομές στο παρελθόν, εγκιβωτισμοί, ανισοχρονίες κ.ά. αφηγηματικά ευρήματα). Επίσης η υπόθεση και το μέγεθος της ιστορίας δίνει την δυνατότητα στον συγγραφέα να σκιαγραφήσει πληρέστερα τους χαρακτήρες του, ειδικά τον αντιήρωα του έργου, κο. Χρηστίδη. Γνώμη μου επομένως είναι ότι η μεγάλη έκταση του αφηγήματος ταιριάζει ιδιαίτερα στον Χατζηκώστα και θα ήθελα με πολύ ενδιαφέρον να δω και μια μελλοντική προσπάθειά του σε εκτενέστερα πεζογραφήματα.
Η τρίτη ιδιαιτερότητα του βιβλίου σχετίζεται με το περιεχόμενό του. Ως αφορμή λαμβάνω τα λόγια του συγγραφέα στην αντίστοιχη εκδήλωση στην Βέροια. Είπε λοιπόν εκεί: «Πολλοί που διάβασαν το βιβλίο ρώτησαν εάν έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Απαντώ ευθαρσώς και με δόση χιούμορ: είμαι νέος ακόμη για να γράψω την αυτοβιογραφία μου (άλλωστε ποιον τελικά ενδιαφέρει;). Στο σύνολο του έργου μου απαντώ πως ΟΧΙ. Υπάρχουν όμως ιστορίες που έζησα ή άκουσα αλλά και ιστορίες που δημιούργησα καθαρά με την φαντασία μου. Σε όλες όμως υπάρχουν αληθινά στοιχεία που αφορούν εποχές ή και καταστάσεις.»
Θα προσπαθήσω να τεκμηριώσω γιατί κατά την γνώμη μου θα ήταν καλό να διαβάσει κανείς το βιβλίο αυτό:
1ον , γιατί η αφήγηση σε καμιά περίπτωση δεν κουράζει τον αναγνώστη. Το βιβλίο, πιστέψτε με, διαβάζεται μονορούφι.
2ον , γιατί αποτελεί μια κατά το μάλλον ή ήττον πιστή και αρκετά πειστική λογοτεχνική αναπαράσταση των κοινωνικών και πολιτικών καταστάσεων της προηγούμενης 40ετίας η οποία αποτελεί την δεξαμενή και των δικών μας αναμνήσεων, ώστε να λειτουργεί συχνά κατά την ανάγνωση ο μηχανισμός της ταύτισης.
3ον , για το αναπάντεχο συνήθως και ανατρεπτικό ορισμένες φορές τέλος που ο Αλέκος Χατζηκώστας επιλέγει για τις ιστορίες του, ένα τέλος όμως που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι και αφορμή νέων σκέψεων και προβληματισμού για τον αναγνώστη.
4ον, για το «Βεράνι», που αποτελεί το όγδοο και για μένα το πιο ολοκληρωμένο διήγημα της συλλογής και μια ένδειξη για το τι θα πρέπει να περιμένουμε από τον Αλέκο Χατζηκώστα στο μέλλον. Ας μην θεωρηθεί υπερβολή, το  απόλαυσα εξίσου και τις τρεις φορές που το διάβασα».
 
Η ομιλία του Παντελή Τσαλουχίδη
 
Στην ομιλία του του ο φιλόλογος Π. Τσαλουχίδης τόνισε μεταξύ άλλων:
«…Πρώτη απόπειρα του Αλέκου Χατζηκώστα στο δύσβατο και αφιλόξενο πεδίο της πεζογραφίας. Όχι όμως και βάπτισμα πυρός στο γραπτό λόγο. Έχουν προηγηθεί στον εξίσου δύστροπο χώρο της ιστορικής έρευνας τρία έργα του σχετικά με την ιστορία της Βέροιας από την κατοχή έως το τέλος του εμφυλίου (Η Εθνική Αντίσταση στο νομό Ημαθίας , Η Ημαθία από τη Βάρκιζα στο Εμφύλιο, Η Ημαθία στον Εμφύλιο).
Επιπλέον ξέρει και με το παραπάνω τα βάσανα και τις δυσκολίες του γραπτού λόγου  καθώς έχει πολυετή θητεία στο ναρκοπέδιο της δημοσιογραφίας, τόσο ως δημοσιογράφος όσο και πρόσφατα ως εκδότης της τοπικής εφημερίδας «Η άλλη άποψη». Μαθημένος στα δύσκολα λοιπόν… Μια διαδρομή σαράντα χρόνων που στιγμιότυπά της επιλέγονται για να καταγραφούν. Όχι από ματαιοδοξία, ούτε τόσο από διάθεση νοσταλγίας. Αλλά για να ξεγυμνωθούν οι αλυσίδες από τα φανταστικά λουλούδια που τις σκέπαζαν και με απώτερο στόχο να τις πετάξει και περισυλλέξει το ζωντανό ανθό. Υπάρχει εδώ μια αμφισημία στο νόημα της διατύπωσης: η απόρριψη της εξωραϊσμένης μνήμης και η πρόκριση της επιλογής του ζωντανού ανθού που συνεχίζει να επιβιώνει είναι η εμφανέστερη και κυρίαρχη ερμηνεία. Όμως ταυτόχρονα υποβόσκει και λανθάνει μια διάθεση κριτικής ενατένισης του παρελθόντος που κάποτε κάποτε οδηγεί σε σύντομα σχόλια αυτοκριτικής μέσα στα διηγήματα… Τα δυο παραπάνω στοιχεία, η κυριαρχία του βιογραφικού στοιχείου και η κοινωνική στόχευση των  κειμένων καθορίζουν, πιστεύω, σε μεγάλο ποσοστό τις επιλογές στη γλώσσα  και  στις τεχνικές της αφήγησης. Η γλώσσα είναι σταθερά μια στρωτή καθομιλούμενη δημοτική χωρίς ιδιαίτερες λεξιλογικές εξάρσεις  αλλά και χωρίς την επίπλαστη λαϊκότητα που συνήθως ολισθαίνει σε γλωσσικό λαϊκισμό. Υπάρχει μια διάθεση αυστηρού ελέγχου του συναισθήματος που μερικές  φορές  καταπιέζει τη λογοτεχνική έκφραση και κάνει το λόγο  να δείχνει κάπως αγκυλωμένος. Αλλά βέβαια αυτό είναι κάτι που μπορεί να διορθωθεί μάλλον εύκολα• το αντίθετο, η συναισθηματική διάχυση, είναι που ελέγχεται δυσκολότερα…. Πανόραμα μιας εποχής τα πεζά της συλλογής φωτίζουν, μέσα από σύντομες ιστορίες , με έκδηλο τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα στις περισσότερες, μια ολόκληρη γενιά που οραματίστηκε με τη μεταπολίτευση ένα καλύτερο μέλλον, αγωνίστηκε γι’ αυτό και έφτασε τέλος σήμερα να ενοχοποιείται συλλήβδην  εξ αιτίας των  λίγων που μήδισαν και πρόδωσαν ιδέες και αρχές. Να κατηγορείται μάλιστα από τη μεγάλη, σιωπηρή πλειοψηφία των εαυτούληδων, που οικειοποιήθηκαν  τους αγώνες και την αγωνία των άλλων εξαργυρώνοντας στο ταμείο της μεταπολίτευσης και της αλλαγής κλεμμένες αγωνιστικές περγαμηνές.
 
Η ομιλία του Αλέκου Χατζηκώστα
 
«Κυρίαρχο στοιχείο του βιβλίου μου είναι ο τόπος και ο χρόνος. Ο τόπος είναι η μήτρα που περιβάλλει τους ήρωες των διηγημάτων ακόμη και όταν βρίσκονται μακριά από τη γενέθλια γη. Ο χρόνος, μια συνεχή κίνηση ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα, συχνά με ρευστά όρια. Και οι δύο συνιστώσες συνθέτουν τελικά μια καταγραφή ζωής , ελληνικής ζωής στους ταραγμένους καιρούς της Χούντας, στους χρόνους αγωνιστικής ανάτασης της μεταπολίτευσης και καταλήγουν στη σημερινή εποχή της σύγχρονης βαρβαρότητας.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου μου τα διευκρινίζω όλα αυτά παραφράζοντας λόγια του Κ. Μαρξ υποστηρίζοντας την σταθερή μου πεποίθηση ότι η ουσία του ανθρώπου είναι το σύνολο κοινωνικών του σχέσεων. Και τέτοιες είχα πολλές και έντονες στη ζωή μου.
Το διήγημα όπως τονίζουν και οι ειδικοί , ως κείμενο περιορισμένου αριθμού λέξεων, οφείλει να πει την ιστορία του σύντομα, να περάσει το μήνυμά του ευθύβολα και να προλάβει να αφήσει το στίγμα του για το μέλλον. Δηλαδή γράφεται για να μην ξεχαστεί στην επόμενη σελίδα, αλλά ούτε και να φορτωθεί με στοιχεία μυθιστορήματος προκειμένου να μην φανεί «λίγο». Με βάση τα παραπάνω θέλω να ομολογήσω ότι «πειραματίστηκα». Συνήθως τα διηγήματα της συλλογής κυμάνθηκαν μεταξύ 1500-2000 λέξεων. Εξαίρεση το μικρό μέγεθος του αστυνομικού της συλλογής «Άτιμη ασφαλιστική», καθώς και το μεγάλο μέγεθος (ίσως πρόβα για μια μελλοντική νουβέλα που ετοιμάζω) του διηγήματος «Το βεράνι».
Aν το θέμα της τέχνης είναι ο φυσικός άρα και ο ανθρώπινος κόσμος, οι πολυποίκιλες σχέσεις του ανθρώπου με την πραγματικότητα, στην περιοχή του λόγου, που είναι αποκλειστικά ανθρώπινη ιδιότητα, ο άνθρωπος γίνεται ταυτόχρονα υποκείμενο και αντικείμενο της ιστορίας και της καλλιτεχνικής απεικόνισης της. Kάθε έργο τέχνης αποτελεί πράξη πνευματικής και ψυχικής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Στην ουσία ο λόγος εκφράζει με τον πιο πλήρη τρόπο το πνεύμα του καλλιτέχνη και την εποχή του. Στη λογοτεχνία περισσότερο απ' ό,τι στις άλλες μορφές τέχνης (ζωγραφική, γλυπτική, αρχιτεκτονική, χορός, μουσική) ο αναπλασμένος από το μάτι του καλλιτέχνη κόσμος είναι πιο φωτισμένος και ειδωμένος σ' ένα ψηλότερο και πιο καθολικό επίπεδο. H λογοτεχνική εικόνα δεν είναι ούτε γραφική ούτε απλά αναπαραστατική, αλλά αγκαλιάζει όλη την ουσία των πραγμάτων, δένει διαλεκτικά πράγματα φαινομενικά άσχετα, μεταβιβάζει διανοητικά μηνύματα γενικού χαρακτήρα. O Mαρξ έγραψε για την αιώνια χαρά και την αιώνια τέρψη που του προκαλεί η κλασική λογοτεχνία των αρχαίων δραματουργών, ενώ ο Bλαδίμηρος Λένιν υπογράμμιζε ότι «η τέχνη πρέπει να συνενώνει το αίσθημα, τη σκέψη και τη θέληση των μαζών και να τις ανυψώνει». Τα αναφέρω όλα αυτά για να δώσω εξηγήσεις στην προσπάθεια που έκανα μέσα από τα διηγήματα αυτά να περάσω (δεν γνωρίζω εάν τα κατάφερα) σκέψεις, ιδέες συναισθήματα τόσο με τα μάτια του σήμερα όσο και με τα μάτια του χθες. Να ζήσω ή και να ξαναζήσω και εγώ μέσα από αυτά (ως πρωταγωνιστής ή θεατής) πιστεύοντας ότι κάτι χρήσιμο προσφέρω σήμερα στην αισθητική τέρψη αλλά και στον προβληματισμό του αναγνώστη.
Την κρίσιμη κοινωνικά και πολιτικά στιγμή που βιώνουμε δραματικά , που όλα νοιώθουμε να γκρεμίζονται, στοιχειώδες αίσθημα αυτοσυντήρησης μας υποχρεώνει να ξανασταθούμε στα πόδια μας και να διεκδικήσουμε ρόλο στα κοινωνικά- πολιτικά μας πράγματα. Να απαιτήσουμε ξανά τη ζωή μας και το μέλλον των παιδιών μας . Οι μεγάλες ανατροπές στην τέχνη και τη ζωή ήταν και παραμένουν προϊόν συλλογικής δράσης, διαλόγου, ανατροφοδότησης ιδεών μεταξύ των ανθρώπων. «Ό,τι είναι στέρεο διαλύεται στον αέρα», έγραφαν οι Μαρξ-Ένγκελς στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» επιβεβαιώνοντας πως τίποτα δεν είναι τετελεσμένο. Ο βασιλιάς, ο κάθε βασιλιάς είναι γυμνός απέναντι στον αποφασισμένο λαό. Αλλιώς θα ισχύει όσα στην αρχή του τελευταίου διηγήματος με τίτλο ο «εαυτούλης» αναφέρω: «Και ο εαυτούλης μας έκανε βζουν/ ταρατατζούμ, ταρατατζούμ».





Μετά το τέλος της εκδήλωσης οι συντελεστές της και ο γνωστός ποιητής  Ηλίας Τσέχος, δοκίμασαν τα νόστιμα εδέσματα και το καλό κρασί της ταβέρνας "Παραδοσιακό" στη Νάουσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου